Ο Καρλ Μαρξ προανήγγειλε τα δεινά των γιατρών της σημερινής εποχής
(Karl Marx foreshadowed the plight of today’s physicians)
Richard Gunderman, MD, PhD
Richard Gunderman is a professor of radiology, Indiana University School of Medicine, Indianapolis, IN. This article originally appeared in The Health Care Blog and is reprinted with the author’s permission.
Στις 28 Σεπτεμβρίου 1864, έλαβε χώρα στο St.Martin’s Hall στο Λονδίνο, η πρώτη συνάντηση της Διεθνούς Εργατικής Ένωσης (International Workingmen’s Association – IWA). Μεταξύ των παρευρισκομένων ήταν και ένας αφανής Γερμανός δημοσιογράφος με το όνομα Καρλ Μαρξ. Παρόλο που ο Μαρξ δεν μίλησε καθόλου σε αυτή την συνάντηση, σύντομα άρχισε να παίζει καθοριστικό ρόλο στην ζωή αυτής της οργάνωσης, εν μέρει επειδή του ανατέθηκε το καθήκον της εκπόνησης της σύνταξης των εγγράφων του ιδρυτικού καταστατικού της οργάνωσης.
Η δουλειά του Μαρξ και της Διεθνούς Εργατικής Ένωσης αφορά ιδιαίτερα τον τρόπο με τον οποίο ασκείται η ιατρική σήμερα, κυρίως λόγω του ταχέως συρρικνούμενου ποσοστού των γιατρών στις ΗΠΑ που ασκούν την ιατρική ως ελεύθερο επάγγελμα διατηρώντας τα ιδιωτικά τους ιατρεία. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι οι γιατροί σήμερα κατατάσονται, από επαγγελματική σκοπιά, στην κατηγορία των ανθρώπων που ο Μαρξ ονόμασε «εργατικό δυναμικό ή εργαζόμενο κόσμο» (“working people”). Σύμφωνα με δεδομένα από την Αμερικάνικη Ιατρική Ένωση (American Medical Association), το 1983 το 76% των γιατρών στις ΗΠΑ ήταν αυτο-απασχολούμενοι ελεύρεροι επαγγελματίες, με το ποσοστό αυτό να πέφτει στο 53% το 2012. Και η τάση αυτή επιταχύνεται. Εκτιμάται ότι το 2014 3 στους 4 νέους γιατρούς στην αγορά εραγασίας, θα εργάζονται σε νοσοκομεία και σε συστήματα υγείας.
Εκφράζοντας αυτή την αλλαγή με μαξιστικούς όρους, η ταχεία μείωση των αυτο-απασχολούμενων ιδιωτών ιατρών σημαίνει ότι ολοένα και μικρότερος αριθμός ιατρών κατέχει αυτό που ο Μαρξ ονομάζει «Μέσα Παραγωγής» (“Means of Production”). Κάτω από αυτή την σκοπιά, αυτό το γεγονός διαχωρίζει τους εργαζόμενους – στην προκειμένη περίπτωση, τους γιατρούς σε υπαλληλική θέση εργασίας – από τους άλλους γιατρούς, από τους εαυτούς τους, από την δουλειά τους, και από τους ασθενείς. Ανεξάρτητα από το αν συμφωνούμε σε κάθε σημείο με τον Μαρξ, οι θέσεις του πάνω σ’ αυτό το θέμα προσφέρουν μια προκλητική προοπτική θεώρησης και επισκόπησης της αλλαγής του τοπίου του τρόπου άσκησης της σύγχρονης ιατρικής στην εποχή μας.
Κατά εφαρμογή στον τομέα της ιατρικής, η πρώτη μορφή διαχωρισμού και αλλοτρίωσης που ο Μαρξ υποσημαίνει, λαμβάνει χώρα μεταξύ των μελών του ίδιου του ιατρικού επαγγέλματος. Όταν οι γιατροί πληρώνονται από κάποιον εργοδότη, εργάζονται σε κάποιου άλλου τις εγκαταστάσεις χρησιμοποιώντας κάποιου άλλου τον εξοπλισμό, αρχίζουν να λειτουργούν όλο και περισσότερο σαν «εργαλεία παραγωγής», όπως ακριβώς οι εργάτες σε ένα εργοστάσιο σε γραμμή συναρμολόγησης στη διαδικασία παραγωγής κάποιου προϊόντος (assembly line). Ενώ πριν πολύ καιρό και ίσως ακόμη και σήμερα, υπήρχε η τάση μεταξύ των γιατρών να θεωρούν τους συναδέλφους τους ως εμπορικούς ανταγωνιστές, αδιαφορώντας για οποιαδήποτε αμοιβαία συμφέροντα που διαφορετικά θα μπορούσαν από κοινού να μοιράζονται.
Όταν όλο και λιγότεροι γιατροί εργάζονται ως αυτο-απασχολούμενοι επαγγλματίες, οι εργοδότες που τους προσλαμβάνουν συχνά αρχίζουν να τους μεταχειρίζονται σαν εμπορεύματα τα οποία μπορούν να είναι ανταλλάξιμα στο ανταγωνιστικό περιβάλλον της ελεύθερης αγοράς. Όταν οι εργοδότες μιλούν για προσλήψεις ιατρικού προσωπικού, μπορεί να το κάνουν με βάση τον όρο του «ισοδύναμου της ώρας αποκλειστικής απασχόλησης» (“full-time equivalents”), λες και οι γιατροί είναι «μονάδες ανειδίκευτης εργασίας» (“undifferentiated units of labor”). Σε περισσότερες από μια περιπτώσεις έχω ακούσει δοικητικά στελέχη να μιλούν για «κορμιά» (“bodies”) που χρειάζονται για να στελεχώσουν ένα νοσηλευτικό ίδρυμα.
Η δεύτερη μορφή διαχωρισμού και αλλοτρίωσης που ο Μαρξ προέβλεψε, συμβαίνει στους ίδιους τους γιατρούς. Οι γιατροί δεν είναι απλώς «μονάδες εργασίας» (“units of work”) – είναι επίσης και άνθρωποι. Όταν οι γιατροί εργάζονται ως αυτο-απασχολούμενοι, έχουν πολλές ευκαιρίες να νοιώσουν προσωπική εκπλήρωση και ικανοποίηση βοηθώντας τους ασθενείς τους και την κοινότητά τους, από πηγαία προσωπική τους βούληση. Όταν διορισθούν σε υπαλληλική σχέση όμως, συχνά καταντούν ως αντικείμενα, που απλά και μόνο φέρουν εις πέρας συγκεκριμένες εργασίες που τους υπαγορεύει η εργοδοσία τους.
Ως αποτέλεσμα, οι εργαζόμενοι γιατροί σε υπαλληλική σχέση βλέπουν τους εαυτούς τους όλο και λιγότερο να σκέπτονται για επιλογές που μπορούν να κάνουν για να βοηθήσουν τους ασθενείς τους και την κοινωνία, ενώ αντίθετα διεκπεραιώνουν απλώς – και πολλές φορές με αγανάκτηση – τις απαιτήσεις των εργοδοτών τους. Για παράδειγμα, όταν πρωτοβουλίες για βελτίωση της ποιότητας επιβάλλονται στους γιατρούς από τους εγοδότες τους ή από τους ασφαλιστικούς οργανισμούς που τους πληρώνουν, το κυνήγι για την ποιότητα παίρνει τον χαρακτήρα μιας εξωτερικής απαίτησης, σε αντιδιαστολή με πρωτοβουλίες που οι γιατροί ελεύθερα και αβίαστα επιλέγουν να πράξουν επειδή ακριβώς πιστεύουν σε αυτό για να βελτιώσουν την ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών προς τους ασθενείς τους.
Μια τρίτη μορφή αλλοτρίωσης και αποξένωσης ή διαχωρισμού διαδραματίζεται μεταξύ του εργαζόμενου και αυτής καθ’ ευατής της εργασίας που κάνει. Καθώς οι γιατροί χάνουν τον έλεγχο των μέσων παραγωγής που αυτοί παράγουν με την εργασία τους, τόσο οι γιατροί όσο και οι υπηρεσίες που προσφέρουν συχνά εμπορευματοποιούνται (become commoditized). Οι αποφάσεις σχετικά με το ποιές παθήσεις πρέπει να θεραπεύονται ή να αντιμετωπίζονται, πώς πρέπει να φροντίζονται οι ασθενείς, ποιανού η βοήθεια πρέπει να ζητιέται για να επιτυγχάνεται αυτή η φροντίδα, πού πρέπει να παρέχεται αυτή η φροντίδα, και πώς προσδιορίζεται η ποιότητα στην παρεχόμενη φροντίδα, όλα αλλάζουν χέρια και μετακινούνται από τους γιατρούς στους εργοδότες των γιατρών.
Καθώς η εκτίμηση της δουλειάς των γιατρών ολοένα και περισσότερο συνδέεται με την συμμόρφωσή τους σε εξωτερικώς επιβαλλόμενες πολιτικές και διαδικασίες, όλο και λιγότερο οι γιατροί θα αποκομίζουν εσωτερική ψυχολογική ικανοποίηση και αίσθημα πληρότητας και δικαίωσης από την φροντίδα που παρέχουν στους ασθενείς τους. Αυτή η τάση μπορεί να ενισχυθεί επί τα χείρω από την ευρέως διαδεδομένη νοοτροπία των εργοδοτών να χρησιμοποιούν την μισθοδοσία ή τοις αμοιβές των γιατρών ως μέσο επηρεασμού και ελέγχου του τρόπου άσκησης της ιατρικής. Βέβαια, πάντα θα υπάρχουν και γιατροί που βάζουν σε προτεραιότητα τις οικονομικές τους απολαβές και όχι τους ασθενείς τους.
Η τελική και ίσως πιο ολέθρια μορφή αλλοτρίωσης και αποξένωσης συμβαίνει μεταξύ των εργαζόμενων και του προϊόντος της εργασίας τους – και στη συγκεκριμένη περίπτωση, μεταξύ των γιατρών και των ασθενών τους. Η εμπορευματοποίηση της ιατρικής προάγει μια στάση αμοιβαίας καχυποψίας, κατάσταση που συχνά περικλείεται στον όρο «επιφύλαξη αγοραστού» (“buyer beware”). Οι σχέσεις μεταξύ των γιατρών και των ασθενών γίνονται επιφανειακές, παροδικές ή περιστασιακές, και σε μεγάλο ποσοστό εμπορικές, γεγονός που τείνει να διαβρώνει την εμποστοσύνη, την συμπόνοια, και την αφοσίωση στον αγώνα για την επίτευξη του βέλτιστου στην παροχή ιατρικής υπηρεσίας προτάσσοντας το συμφέρον των ασθενών.
Με τον καιρό, οι γιατροί μαθαίνουν να βλέπουν τους εαυτούς τους ως παρόχους φροντίδας υγείας, μαθαίνουν να δουλεύουν ως εξαρτήματα του συστήματος παροχής φροντίδα υγείας, και μαθαίνουν να βλέπουν τους ασθενείς ως καταναλωτές ή ως πελάτες. Ο κάθε γιατρός με άλλα λόγια, γίνεται ένας απλός φορέας παροχής και ο κάθε ασθενής ένας απλός χρήστης υπηρεσιών φροντίδας υγείας. Βλέποντας τους ασθενείς και τους γιατρούς κάτω από αυτό το πρίσμα, δεν αφήνεται καθόλου χώρος για έκφραση αρετών του ανθρώπινου χαρακτήρα και ευόδωση αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Έτσι γίνεται δύσκολο για τους γιατρούς να πάρουν στα σοβαρά τον ρόλο τους ως αληθινοί επαγγελματίες όταν νοιώθουν ότι οι ασθενείς τους αντιμετωπίζουν με την ίδια καχυποψία και αρνητικότητα βάζοντας τους στην ίδια θέση με τους πωλητές «λαδιού φιδιών» ή άλλων εξωτικών και παράξενων προϊόντων.
Τα σημάδια αυτής της αποξένωσης και της αλλοτρίωσης που ο Μαρξ περιγράφει μπορεί να εκδηλωθούν με διάφορους τρόπους. Μπορεί να εκδηλωθούν ως μείωση του αισθήματος ικανοποίησης και ευχαρίστησης που οι γιατροί αποκομίζουν από την δουλειά τους, ως επιμήκυνση του χρόνου για την ολοκλήρωση διαδικασιών στην παροχή ιατρικής φροντίδας, παράγοντες που έχει αποδειχθεί ότι έχουν σημαντικές επιπτώσεις στον τομέα της ποιότητας στην παρεχόμενη φροντίδα. Άλλες μορφές εκδήλωσης είναι το φαινόμενο της επαγγελματικής εξουθένωσης, η κατάθλιψη, η κατάχρηση αλκοόλ και ουσιών, ακόμα και η αυτοκτονία στους επαγγελματίες υγείας, καταστάσεις που επηρρεάζουν την φροντίδα που προσφέρεται στους ασθενείς. Ένας απλός δείκτης όλων αυτών των δυσμενών παραγόντων είναι η συχνότητα με την οποία οι γιατροί χαμογελούν αυθόρμητα ή εκφράζουν την εσωτερική τους ικανοποίηση για εκπλήρωση και την υπερηφάνεια για την δουλειά τους.
Ακόμη και αν δεν συμφωνεί κάποιος με το Μαρξ σε όλες τις απόψεις του, είναι δύσκολο να παραβλέψει σε αυτά που έγραψε πριν 150 χρόνια τις προκλητικές και σε πολλές περιπτώσεις προφητικές προειδοποιήσεις του σχετικά με την σημερινή δυσμενή κατάσταση του ιατρικού επαγγέλματος. Καθώς το χάσμα μεταξύ των ιατρών και των μέσων παραγωγής μεγαλώνει, ολοένα και περισσότερο θα αλλοτριώνονται και θα αποξενώνονται από τους συναδέλφους τους, από τους εαυτούς τους, και πάνω από όλα από τους ασθενείς τους.
Ποιά θεραπεία σε αυτή την παθογένεια όμως έχει ο Μαρξ να προσφέρει; Προβάλλοντας το νόημα της εναρκτήριας ομιλίας της Διεθνούς Εργατικής Ένωσης του 1864, θα καλούσε όλους τους γιατρούς να ενωθούν, θα τους ενθάρρυνε να ασφαλίσουν και να προστατέψουν τα λεγόμενα «μέσα παραγωγής» της ιατρικής τους δουλειάς, μέσα από την διατήρηση των απλών ατομικών τους ιατρείων. Ο αντικειμενικός του στόχος δεν θα ήταν προφανώς η εξασφάλιση υψηλότερων αμοιβών για τους γιατρούς, αλλά η μείωση του βαθμού της αλλοτρίωσης και αποξένωσης και η προαγωγή συνθηκών κάτω από τις οποίες τόσο οι ασθενείς όσο και οι γιατροί που τους φροντίζουν θα τρεφόντουσαν και θα προόδευαν από ανθρωπιστική σκοπιά.
(Karl Marx foreshadowed the plight of today’s physicians)
Richard Gunderman, MD, PhD
Richard Gunderman is a professor of radiology, Indiana University School of Medicine, Indianapolis, IN. This article originally appeared in The Health Care Blog and is reprinted with the author’s permission.
Στις 28 Σεπτεμβρίου 1864, έλαβε χώρα στο St.Martin’s Hall στο Λονδίνο, η πρώτη συνάντηση της Διεθνούς Εργατικής Ένωσης (International Workingmen’s Association – IWA). Μεταξύ των παρευρισκομένων ήταν και ένας αφανής Γερμανός δημοσιογράφος με το όνομα Καρλ Μαρξ. Παρόλο που ο Μαρξ δεν μίλησε καθόλου σε αυτή την συνάντηση, σύντομα άρχισε να παίζει καθοριστικό ρόλο στην ζωή αυτής της οργάνωσης, εν μέρει επειδή του ανατέθηκε το καθήκον της εκπόνησης της σύνταξης των εγγράφων του ιδρυτικού καταστατικού της οργάνωσης.
Η δουλειά του Μαρξ και της Διεθνούς Εργατικής Ένωσης αφορά ιδιαίτερα τον τρόπο με τον οποίο ασκείται η ιατρική σήμερα, κυρίως λόγω του ταχέως συρρικνούμενου ποσοστού των γιατρών στις ΗΠΑ που ασκούν την ιατρική ως ελεύθερο επάγγελμα διατηρώντας τα ιδιωτικά τους ιατρεία. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι οι γιατροί σήμερα κατατάσονται, από επαγγελματική σκοπιά, στην κατηγορία των ανθρώπων που ο Μαρξ ονόμασε «εργατικό δυναμικό ή εργαζόμενο κόσμο» (“working people”). Σύμφωνα με δεδομένα από την Αμερικάνικη Ιατρική Ένωση (American Medical Association), το 1983 το 76% των γιατρών στις ΗΠΑ ήταν αυτο-απασχολούμενοι ελεύρεροι επαγγελματίες, με το ποσοστό αυτό να πέφτει στο 53% το 2012. Και η τάση αυτή επιταχύνεται. Εκτιμάται ότι το 2014 3 στους 4 νέους γιατρούς στην αγορά εραγασίας, θα εργάζονται σε νοσοκομεία και σε συστήματα υγείας.
Εκφράζοντας αυτή την αλλαγή με μαξιστικούς όρους, η ταχεία μείωση των αυτο-απασχολούμενων ιδιωτών ιατρών σημαίνει ότι ολοένα και μικρότερος αριθμός ιατρών κατέχει αυτό που ο Μαρξ ονομάζει «Μέσα Παραγωγής» (“Means of Production”). Κάτω από αυτή την σκοπιά, αυτό το γεγονός διαχωρίζει τους εργαζόμενους – στην προκειμένη περίπτωση, τους γιατρούς σε υπαλληλική θέση εργασίας – από τους άλλους γιατρούς, από τους εαυτούς τους, από την δουλειά τους, και από τους ασθενείς. Ανεξάρτητα από το αν συμφωνούμε σε κάθε σημείο με τον Μαρξ, οι θέσεις του πάνω σ’ αυτό το θέμα προσφέρουν μια προκλητική προοπτική θεώρησης και επισκόπησης της αλλαγής του τοπίου του τρόπου άσκησης της σύγχρονης ιατρικής στην εποχή μας.
Κατά εφαρμογή στον τομέα της ιατρικής, η πρώτη μορφή διαχωρισμού και αλλοτρίωσης που ο Μαρξ υποσημαίνει, λαμβάνει χώρα μεταξύ των μελών του ίδιου του ιατρικού επαγγέλματος. Όταν οι γιατροί πληρώνονται από κάποιον εργοδότη, εργάζονται σε κάποιου άλλου τις εγκαταστάσεις χρησιμοποιώντας κάποιου άλλου τον εξοπλισμό, αρχίζουν να λειτουργούν όλο και περισσότερο σαν «εργαλεία παραγωγής», όπως ακριβώς οι εργάτες σε ένα εργοστάσιο σε γραμμή συναρμολόγησης στη διαδικασία παραγωγής κάποιου προϊόντος (assembly line). Ενώ πριν πολύ καιρό και ίσως ακόμη και σήμερα, υπήρχε η τάση μεταξύ των γιατρών να θεωρούν τους συναδέλφους τους ως εμπορικούς ανταγωνιστές, αδιαφορώντας για οποιαδήποτε αμοιβαία συμφέροντα που διαφορετικά θα μπορούσαν από κοινού να μοιράζονται.
Όταν όλο και λιγότεροι γιατροί εργάζονται ως αυτο-απασχολούμενοι επαγγλματίες, οι εργοδότες που τους προσλαμβάνουν συχνά αρχίζουν να τους μεταχειρίζονται σαν εμπορεύματα τα οποία μπορούν να είναι ανταλλάξιμα στο ανταγωνιστικό περιβάλλον της ελεύθερης αγοράς. Όταν οι εργοδότες μιλούν για προσλήψεις ιατρικού προσωπικού, μπορεί να το κάνουν με βάση τον όρο του «ισοδύναμου της ώρας αποκλειστικής απασχόλησης» (“full-time equivalents”), λες και οι γιατροί είναι «μονάδες ανειδίκευτης εργασίας» (“undifferentiated units of labor”). Σε περισσότερες από μια περιπτώσεις έχω ακούσει δοικητικά στελέχη να μιλούν για «κορμιά» (“bodies”) που χρειάζονται για να στελεχώσουν ένα νοσηλευτικό ίδρυμα.
Η δεύτερη μορφή διαχωρισμού και αλλοτρίωσης που ο Μαρξ προέβλεψε, συμβαίνει στους ίδιους τους γιατρούς. Οι γιατροί δεν είναι απλώς «μονάδες εργασίας» (“units of work”) – είναι επίσης και άνθρωποι. Όταν οι γιατροί εργάζονται ως αυτο-απασχολούμενοι, έχουν πολλές ευκαιρίες να νοιώσουν προσωπική εκπλήρωση και ικανοποίηση βοηθώντας τους ασθενείς τους και την κοινότητά τους, από πηγαία προσωπική τους βούληση. Όταν διορισθούν σε υπαλληλική σχέση όμως, συχνά καταντούν ως αντικείμενα, που απλά και μόνο φέρουν εις πέρας συγκεκριμένες εργασίες που τους υπαγορεύει η εργοδοσία τους.
Ως αποτέλεσμα, οι εργαζόμενοι γιατροί σε υπαλληλική σχέση βλέπουν τους εαυτούς τους όλο και λιγότερο να σκέπτονται για επιλογές που μπορούν να κάνουν για να βοηθήσουν τους ασθενείς τους και την κοινωνία, ενώ αντίθετα διεκπεραιώνουν απλώς – και πολλές φορές με αγανάκτηση – τις απαιτήσεις των εργοδοτών τους. Για παράδειγμα, όταν πρωτοβουλίες για βελτίωση της ποιότητας επιβάλλονται στους γιατρούς από τους εγοδότες τους ή από τους ασφαλιστικούς οργανισμούς που τους πληρώνουν, το κυνήγι για την ποιότητα παίρνει τον χαρακτήρα μιας εξωτερικής απαίτησης, σε αντιδιαστολή με πρωτοβουλίες που οι γιατροί ελεύθερα και αβίαστα επιλέγουν να πράξουν επειδή ακριβώς πιστεύουν σε αυτό για να βελτιώσουν την ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών προς τους ασθενείς τους.
Μια τρίτη μορφή αλλοτρίωσης και αποξένωσης ή διαχωρισμού διαδραματίζεται μεταξύ του εργαζόμενου και αυτής καθ’ ευατής της εργασίας που κάνει. Καθώς οι γιατροί χάνουν τον έλεγχο των μέσων παραγωγής που αυτοί παράγουν με την εργασία τους, τόσο οι γιατροί όσο και οι υπηρεσίες που προσφέρουν συχνά εμπορευματοποιούνται (become commoditized). Οι αποφάσεις σχετικά με το ποιές παθήσεις πρέπει να θεραπεύονται ή να αντιμετωπίζονται, πώς πρέπει να φροντίζονται οι ασθενείς, ποιανού η βοήθεια πρέπει να ζητιέται για να επιτυγχάνεται αυτή η φροντίδα, πού πρέπει να παρέχεται αυτή η φροντίδα, και πώς προσδιορίζεται η ποιότητα στην παρεχόμενη φροντίδα, όλα αλλάζουν χέρια και μετακινούνται από τους γιατρούς στους εργοδότες των γιατρών.
Καθώς η εκτίμηση της δουλειάς των γιατρών ολοένα και περισσότερο συνδέεται με την συμμόρφωσή τους σε εξωτερικώς επιβαλλόμενες πολιτικές και διαδικασίες, όλο και λιγότερο οι γιατροί θα αποκομίζουν εσωτερική ψυχολογική ικανοποίηση και αίσθημα πληρότητας και δικαίωσης από την φροντίδα που παρέχουν στους ασθενείς τους. Αυτή η τάση μπορεί να ενισχυθεί επί τα χείρω από την ευρέως διαδεδομένη νοοτροπία των εργοδοτών να χρησιμοποιούν την μισθοδοσία ή τοις αμοιβές των γιατρών ως μέσο επηρεασμού και ελέγχου του τρόπου άσκησης της ιατρικής. Βέβαια, πάντα θα υπάρχουν και γιατροί που βάζουν σε προτεραιότητα τις οικονομικές τους απολαβές και όχι τους ασθενείς τους.
Η τελική και ίσως πιο ολέθρια μορφή αλλοτρίωσης και αποξένωσης συμβαίνει μεταξύ των εργαζόμενων και του προϊόντος της εργασίας τους – και στη συγκεκριμένη περίπτωση, μεταξύ των γιατρών και των ασθενών τους. Η εμπορευματοποίηση της ιατρικής προάγει μια στάση αμοιβαίας καχυποψίας, κατάσταση που συχνά περικλείεται στον όρο «επιφύλαξη αγοραστού» (“buyer beware”). Οι σχέσεις μεταξύ των γιατρών και των ασθενών γίνονται επιφανειακές, παροδικές ή περιστασιακές, και σε μεγάλο ποσοστό εμπορικές, γεγονός που τείνει να διαβρώνει την εμποστοσύνη, την συμπόνοια, και την αφοσίωση στον αγώνα για την επίτευξη του βέλτιστου στην παροχή ιατρικής υπηρεσίας προτάσσοντας το συμφέρον των ασθενών.
Με τον καιρό, οι γιατροί μαθαίνουν να βλέπουν τους εαυτούς τους ως παρόχους φροντίδας υγείας, μαθαίνουν να δουλεύουν ως εξαρτήματα του συστήματος παροχής φροντίδα υγείας, και μαθαίνουν να βλέπουν τους ασθενείς ως καταναλωτές ή ως πελάτες. Ο κάθε γιατρός με άλλα λόγια, γίνεται ένας απλός φορέας παροχής και ο κάθε ασθενής ένας απλός χρήστης υπηρεσιών φροντίδας υγείας. Βλέποντας τους ασθενείς και τους γιατρούς κάτω από αυτό το πρίσμα, δεν αφήνεται καθόλου χώρος για έκφραση αρετών του ανθρώπινου χαρακτήρα και ευόδωση αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Έτσι γίνεται δύσκολο για τους γιατρούς να πάρουν στα σοβαρά τον ρόλο τους ως αληθινοί επαγγελματίες όταν νοιώθουν ότι οι ασθενείς τους αντιμετωπίζουν με την ίδια καχυποψία και αρνητικότητα βάζοντας τους στην ίδια θέση με τους πωλητές «λαδιού φιδιών» ή άλλων εξωτικών και παράξενων προϊόντων.
Τα σημάδια αυτής της αποξένωσης και της αλλοτρίωσης που ο Μαρξ περιγράφει μπορεί να εκδηλωθούν με διάφορους τρόπους. Μπορεί να εκδηλωθούν ως μείωση του αισθήματος ικανοποίησης και ευχαρίστησης που οι γιατροί αποκομίζουν από την δουλειά τους, ως επιμήκυνση του χρόνου για την ολοκλήρωση διαδικασιών στην παροχή ιατρικής φροντίδας, παράγοντες που έχει αποδειχθεί ότι έχουν σημαντικές επιπτώσεις στον τομέα της ποιότητας στην παρεχόμενη φροντίδα. Άλλες μορφές εκδήλωσης είναι το φαινόμενο της επαγγελματικής εξουθένωσης, η κατάθλιψη, η κατάχρηση αλκοόλ και ουσιών, ακόμα και η αυτοκτονία στους επαγγελματίες υγείας, καταστάσεις που επηρρεάζουν την φροντίδα που προσφέρεται στους ασθενείς. Ένας απλός δείκτης όλων αυτών των δυσμενών παραγόντων είναι η συχνότητα με την οποία οι γιατροί χαμογελούν αυθόρμητα ή εκφράζουν την εσωτερική τους ικανοποίηση για εκπλήρωση και την υπερηφάνεια για την δουλειά τους.
Ακόμη και αν δεν συμφωνεί κάποιος με το Μαρξ σε όλες τις απόψεις του, είναι δύσκολο να παραβλέψει σε αυτά που έγραψε πριν 150 χρόνια τις προκλητικές και σε πολλές περιπτώσεις προφητικές προειδοποιήσεις του σχετικά με την σημερινή δυσμενή κατάσταση του ιατρικού επαγγέλματος. Καθώς το χάσμα μεταξύ των ιατρών και των μέσων παραγωγής μεγαλώνει, ολοένα και περισσότερο θα αλλοτριώνονται και θα αποξενώνονται από τους συναδέλφους τους, από τους εαυτούς τους, και πάνω από όλα από τους ασθενείς τους.
Ποιά θεραπεία σε αυτή την παθογένεια όμως έχει ο Μαρξ να προσφέρει; Προβάλλοντας το νόημα της εναρκτήριας ομιλίας της Διεθνούς Εργατικής Ένωσης του 1864, θα καλούσε όλους τους γιατρούς να ενωθούν, θα τους ενθάρρυνε να ασφαλίσουν και να προστατέψουν τα λεγόμενα «μέσα παραγωγής» της ιατρικής τους δουλειάς, μέσα από την διατήρηση των απλών ατομικών τους ιατρείων. Ο αντικειμενικός του στόχος δεν θα ήταν προφανώς η εξασφάλιση υψηλότερων αμοιβών για τους γιατρούς, αλλά η μείωση του βαθμού της αλλοτρίωσης και αποξένωσης και η προαγωγή συνθηκών κάτω από τις οποίες τόσο οι ασθενείς όσο και οι γιατροί που τους φροντίζουν θα τρεφόντουσαν και θα προόδευαν από ανθρωπιστική σκοπιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μπορείτε να υποβάλλετε σχόλια χρησιμοποιώντας κόσμιες εκφράσεις σεβόμενοι πάντα την προσωπικότητα των άλλων.