STIs
Undetected in Pregnant Women in ED
Am
J Emerg Med.
Published online February 6, 2013
Υποδιάγνωση των Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενων Λοιμώξεων σε
Έγκυες στα ΤΕΠ
Πολλές έγκυες γυναίκες δεν θεραπεύονται για 2 συχνές
βακτηριακές σεξουαλικώς μεταδιδόμενες λοιμώξεις στα ΤΕΠ, παρόλο που η Ομάδα
Εργασίας του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ (US Preventive Services Task Force of the Centers for Disease Control and Prevention) συνιστά
να γίνεται εργαστηριακή διερεύνυση σε όλες τις γυναίκες που είναι σεξουαλκά
ενεργές.
Σε πρόσφατο άρθρο που δημοσιεύθηκε στο American Journal of Emergency Medicine, στις 6 Φεβρουαρίου 2013, οι Roman Krivochenitser, MS, από το College of Human Medicine, Michigan State University, Grand Rapids, και συν. Παρουσίασαν τα αποτελέσματα μιας πολυκεντρικής αναδρομικής μελέτης.
Η ερευνητική ομάδα εξέτασε τους ιατρικούς φακέλους
ασθενών για να εντοπίσει περιπτώσεις σεξουαλικώς μεταδιδόμενων λοιμώξεων από
Χλαμύδια (Chlamydia trachomatis) και Γονόκοκκο (Neisseria gonorrhoeae) σε έγκυες γυναίκες που παρουσιάσθηκαν στα ΤΕΠ 3 ιατρικών κέντρων κατά
την διάρκεια μιας χρονικής περιόσου 18 μηνών.
Η μελέτη είχε σαν στόχο 1) να
προσδιορίσει την συχνότητα αδιάγνωστων λομώξεων, 2) να εντοπίσει κοινά χαρακτηριστικά των
γυναικών που δεν έλαβαν θεραπεία και 3) να προσδιορίσει το ποσοστό των γυναικών
με λοίμωξη που δεν κατέστη δυνατόν να εντοπισθούν στη φάση της παρακολούθησης
τους μετά την επίσκεψη τους στο ΤΕΠ.
Από τις 735 γυανίκες που ήταν
θετικές για λοίμωξη σε ένα από τους δυο βακτηριακούς παράγοντες, οι 361 (49%)
δεν έλαβαν θεραπεία κατά την επίσκεψη τους στο ΤΕΠ, σύμφωνα με τις
καταχωρημένες πληροφορίες του ιατρικού φακέλου.
Επιπρόσθετα, 179 (24%) των
γυναικών ήταν έγκυες και 143 από αυτές (80%) δεν έλαβαν θεραπεία κατά την
επίσκεψη τους στο ΤΕΠ, παρά το γεγονός ότι διαγνώσθηκαν ως πάσχουσες από
τραχηλίτιδα (cervicitis).
Από τις γυναίκες που δεν
έλαβαν θεραπεία από το ΤΕΠ, 114 (80%) από τις πάσχουσες έγκυες ειδοποιήθηκαν
για τα αποτελέσματα του ελέγχου τηλεφωνικά ή ταχυδρομικά, αλλά 29 (20%) δεν κατέστη
δυνατόν να εντοπισθούν στη φάση της παρακολούθηση μετά την έξοδο τους από το
ΤΕΠ και ως εκ τούτου δεν έλαβαν τα αποτελέσματα των εξετάσεων τους.
Οι ερευνητές δεν εντόπισαν
διαφοροποιά χαρακτηριστικά μεταξύ θεραπευθέντων και μη θεραπευθέντων γυναικών,
όπως η ηλικία, το ιστορικό σεξουαλικώς μεταδιδιμένων λοιμώξεων, η ασφαλιστική
κάλυψη, ή η εθνικότητα ή η φυλή. Δεν διέφερε επίσης η συμπτωματολογία παρουσίασης μεταξύ των 2 ομάδων.
Η καθυστερημένη έναρξη
θεραπείας σε έγκυες γυναίκες με σεξουαλικώς μεταδιδόμενες λοιμώξεις μπορεί να
έχει βλαπτικές συνέπειες για το έμβρυο αυξάνοντας τον κίνδυνο για πρόωρο
τοκετό, πρόωρη ρήξη των υμένων, χαμηλό βάρος γέννησης, και υπολειπόμενη
ενδομήτρια ανάπτυξη.
Αυτές οι επιπλοκές συμβάινουν
σε περίπου 2% των γυναικών που έχουν μολυνθεί με οποιοδήποτε από τα 2
προαναφερθέτνα βακτήρια.
Αυτές οι λοιμώξεις επίσης
αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης φλεγμονώδους νόσου της πυέλου, στειρότητας, και
έκτοπης κύησης.
Οι ερευνητές αναφέρουν ότι η
μειωμένη συχνότητα έναρξης εμπειρικής θεραπείας σε πολλές περιπτώσεις
σεξουαλικώς μεταδιδόμενων λοιμώξεων σε αυτή την πληθυσμιακή ομάδα των γυναικών,
οφείλεται στην ομοιότητα της συμπτωματολογίας μεταξύ των σεξουαλικώς
μεταδιδόμενων λοιμώξεων και στην νεοδιαγνωσθείσα εγκυμοσύνη.
Η υψηλή συχνότητα μη
θεραπευομένων σεξουαλικώς μεταδιδόμενων λοιμώξεων προτρέπει την αναπροσαρμογή
των κατευθυντήριων οδηγιών για έναρξη εμπειρικής αντιμικροβιακής αγωγής σε
έγκυες γυναίκες με αυτές τις λοιμώξεις.
Σημεώνεται η σημασία της
βελτίωσης της επικοινωνίας μεταξύ ΤΕΠ και ασθενών αλλά και των Γυναικολογικών
Κλινικών στην κοινοποίηση των αποτελεσμάτων των εξετάσεων που γίνονται στο ΤΕΠ
με σκοπό την επίσπευση του χρόνου έναρξης της θεραπείας.
Ειδικότερα επισημαίνεται η
ανάγκη τροποποίησης των κατευθυντήριων οδηγιών ώστε να χορηγούνται ευκολότερα
αντιβιοτικά σε ασθενείς με λιγότερο έντονη συμπτωματολογία από την κλασσική
παρουσίαση της σεξουαλικώς μεταδιδόμενης λοίμωξης που έχει σαν κύρια
χαρακτηρηστικά το κοιλιακό άλγος, την ναυτία, την κολπκή έκκριση, ή την
αιμορραγία.
Σημειπώνεται ότι η τεχνολογία που χρησιμοποιείται στην
εργαστηριακή τεκμηρίωση των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων λοιμώξεων δεν μπορεί να
δώσει γρήγορα αποτελέσματα και ως εκ τούτου η επιβεβαίωση μιας τέτοιας λοίμωξης
δεν μπορεί να γίνει καθ’ όν χρόνο η ασθενής βρίσκεται ακόμη στο ΤΕΠ, γεγονός
που συνεισφέρει επιπρόσθετα στην υποθεραπεία αυτών των λοιμώξεων.
Περιορισμοί στη μελέτη αυτή
είναι η αδυναμία εξαγωγής στοιχείων από τον ιατρικό φάκελο σχετικά με τον βαθμό
ασυνέπειας στην εφαρμοζόμενη κλινική πρακτική κάθε ιατρού καθώς και στο ποσοστό
άρνησης λήψης θεραπείας εκ μέρους των ασθενών πριν την ολοκλήρωση του ελέγχου
και την εργαστηριακή επιβεβαίωση της λοίμωξης.